Άσμα Σολομώντος 3
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
- 1 [] Την νυκτα επι της κλινης μου εζητησα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου· εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον.
- 2 Θελω σηκωθη τωρα και περιελθει την πολιν, εν ταις αγοραις και εν ταις πλατειαις· θελω ζητησει εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου· εζητησα αυτον και δεν ευρηκα αυτον.
- 3 Με ευρηκαν οι φυλακες οι περιερχομενοι την πολιν. Μη ειδετε εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου;
- 4 Αφου ολιγον επερασα απ' αυτων, ευρηκα εκεινον, τον οποιον αγαπα η ψυχη μου· επιασα αυτον και δεν αφηκα αυτον, εωσου εισηγαγον αυτον εις τον οικον της μητρος μου, και εις τον κοιτωνα της συλλαβουσης με.
- 5 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, εις τας δορκαδας και εις τας ελαφους του αγρου, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση.
- 6 [] Τις αυτη, η αναβαινουσα απο της ερημου ως στυλοι καπνου, τεθυμιαμενη με σμυρναν και λιβανον, με πασαν αρωματικην σκονην του μυρεψου;
- 7 [] Ιδου, η κλινη του Σολομωντος· εξηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι περι αυτην, εκ των δυνατων του Ισραηλ·
- 8 Παντες ουτοι κρατουσι ρομφαιαν, δεδιδαγμενοι πολεμον· εκαστος εχει την ρομφαιαν αυτου επι τον μηρον αυτου δια νυκτερινους φοβους.
- 9 Ο βασιλευς Σολομων εκαμεν εις εαυτον φορειον εκ ξυλων του Λιβανου·
- 10 τους στυλους αυτου εκαμεν εξ αργυρου, το ανακλιντηριον αυτου εκ χρυσου, την στρωμνην αυτου εκ πορφυρας· το μεσον αυτου ητο εγκεκοσμημενον ερασμιως υπο των θυγατερων της Ιερουσαλημ.
- 11 Εξελθετε και ιδετε, θυγατερες Σιων, τον βασιλεα Σολομωντα εν τω διαδηματι, με το οποιον εστειλεν αυτον η μητηρ αυτου εν τη ημερα της νυμφευσεως αυτου και εν τη ημερα της ευφροσυνης της καρδιας αυτου.