Άσμα Σολομώντος 8
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
- 1 [] Ειθε να ησο ως αδελφος μου, θηλασας τους μαστους της μητρος μου. Ευρισκουσα σε εξω ηθελον σε φιλησει, και δεν ηθελον με καταφρονησει.
- 2 Ηθελον σε συρει και σε εισαξει εις τον οικον της μητρος μου, δια να με διδαξης· ηθελον σε ποτισει οινον αρωματικον και χυμον του ροιδιου μου.
- 3 Η αριστερα αυτου ηθελεν εισθαι υπο την κεφαλην μου, και η δεξια αυτου ηθελε με εναγκαλισθη.
- 4 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση.
- 5 [] Τις αυτη η αναβαινουσα απο της ερημου, επιστηριζομενη επι τον αγαπητον αυτης; Εγω σε εξυπνησα υπο την μηλεαν· εκει σε εκοιλοπονησεν η μητηρ σου· εκει σε εγεννησεν η τεκουσα σε.
- 6 Θεσον με, ως σφραγιδα, επι την καρδιαν σου, ως σφραγιδα επι τον βραχιονα σου· διοτι η αγαπη ειναι ισχυρα ως ο θανατος· η ζηλοτυπια σκληρα ως ο αδης· αι φλογες αυτης φλογες πυρος, αναφλεξις ορμητικωτατη.
- 7 Υδατα πολλα δεν δυνανται να σβεσωσι την αγαπην, ουδε ποταμοι δυνανται να πνιξωσιν αυτην· εαν τις δωση παντα τα υπαρχοντα του οικου αυτου δια την αγαπην, παντελως θελουσι καταφρονησει αυτα.
- 8 [] Ημεις εχομεν αδελφην μικραν, και μαστους δεν εχει· τι θελομεν καμει εις την αδελφην ημων την ημεραν καθ' ην γεινη λογος περι αυτης;
- 9 Εαν ηναι τειχος, θελομεν οικοδομησει επ' αυτην παλατιον αργυρουν· και εαν ηναι θυρα, θελομεν περιασφαλισει αυτην με σανιδας κεδρινας.
- 10 Εγω ειμαι τειχος, και οι μαστοι μου ως πυργοι· τοτε ημην εις τους οφθαλμους αυτου ως ευρισκουσα ειρηνην.
- 11 Ο Σολομων ειχεν αμπελωνα εν Βααλ-χαμων· εδωκε τον αμπελωνα εις φυλακας· εκαστος επρεπε να φερη δια τον καρπον αυτου χιλια αργυρια.
- 12 Ο αμπελων εμου ειναι εμπροσθεν μου· τα χιλια ας ηναι δια σε, Σολομων, και διακοσια δια τους φυλαττοντας τον καρπον αυτου.
- 13 [] Ω συ η καθημενη εν τοις κηποις, οι συντροφοι προσεχουσιν εις την φωνην σου· καμε με να ακουσω αυτην.
- 14 Φευγε, αγαπητε μου, και γινου ομοιος με δορκαδα η με σκυμνον ελαφου επι τα ορη των αρωματων.